Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Θρύψαλο

από το In Ghostly Japan (1899)
του Λευκάδιου Χερν

Photo: Takis Efstathiou

Μη νομίσεις ότι τα όνειρα έρχονται μόνο τη νύχτα.
Το όνειρο αυτού του κόσμου του πόνου το βλέπουμε ακόμα και την ημέρα.
Ιαπωνικό ποίημα

Ο ήλιος βασίλευε την ώρα που έφτασαν στα ριζά του βουνού. Δεν υπήρχε ίχνος ζωής σ’ εκείνο το μέρος ούτε μια σταλιά νερό ούτε ένα τόσο δα βλασταράκι ούτε σκιά από πουλί πετούμενο. Τίποτα άλλο από απέραντη ερημιά. Και η βουνοκορφή χανόταν στα ουράνια. 
Τότε ο Μποντισάτβα είπε στον νεαρό συνοδοιπόρο του:
«Αυτό που ζήτησες να δεις, θα φανερωθεί μπροστά σου. Όμως, ο τόπος της αποκάλυψης είναι μακριά και ο δρόμος τραχύς. Ακολούθησέ με και μην φοβάσαι. Η δύναμη θα σου δοθεί».
Το λυκόφως τους τύλιγε με μισοσκόταδο καθώς ανέβαιναν. Δεν υπήρχε χαραγμένο μονοπάτι ούτε σημάδι ότι είχε ξαναπεράσει άνθρωπος και πορεύονταν πάνω σ' έναν ατέλειωτο σωρό από θρύψαλα που αναποδογύριζαν και κυλούσαν κάτω απ’ τα πόδια τους. Μερικές φορές ξεκόλλαγαν πολλά μαζί και ο θόρυβος της κατολίσθησης άφηνε σπηλαιώδη αντίλαλο κι άλλοτε ο ήχος των βημάτων ακουγόταν σαν να σπάνε κοχύλια.
«Μη φοβάσαι, παιδί μου», είπε ο Μποντισάτβα που οδηγούσε. «Δεν υπάρχει κίνδυνος, όσο ζοφερός κι αν είναι ο δρόμος».
Σκαρφάλωναν κάτω από τ’ αστέρια γρήγορα-γρήγορα με τη βοήθεια μιας δύναμης πάνω από τ’ ανθρώπινα. Διέσχιζαν πέπλα καταχνιάς κι έβλεπαν από κάτω τους μια βουβή, λευκή σαν γάλα θάλασσα από σύννεφα, που απλωνόταν ολόγυρα.
Ώρες πολλές ανέβαιναν. Μορφές αόρατες παραμέριζαν στο πέρασμά τους και συντρίβονταν υπόκωφα και αχνές παγωμένες φλόγες άναβαν κι έσβηναν σε κάθε θρυψάλισμα.
Ο νεαρός προσκυνητής ακούμπησε το χέρι του σε κάτι λείο που δεν ήταν πέτρα. Το σήκωσε και διέκρινε αμυδρά τον άσαρκο χλευασμό του θανάτου.
«Μην αργοπορείς, παιδί μου», τον παρακίνησε η φωνή του δασκάλου. «Η κορφή που πρέπει να κατακτήσουμε είναι ακόμα πολύ μακριά!»
Έπεσε το σκοτάδι κι ακόμα σκαρφάλωναν και συνεχώς ένιωθαν κάτω από τα πόδια τους το απαλό, αλλόκοτο θρυψάλισμα κι έβλεπαν τις παγωμένες φωτιές να σηκώνονται και να χάνονται μέχρι που το σκοτάδι της νύχτας έγινε γκρίζο, τ’ αστέρια άρχισαν να σβήνουν και άρχισε φωτίζει η ανατολή.
Κι ακόμα ανέβαιναν γρήγορα-γρήγορα με τη βοήθεια μιας δύναμης πάνω από τ’ ανθρώπινα. Τους περιτριγύριζε τώρα παγερότητα θανάτου και τρομακτική σιωπή... Μια χρυσή φλόγα έλαμψε στην ανατολή.
Τα μάτια του προσκυνητή αντίκρυσαν απόκρημνα και γυμνά ύψη. Τον έπιασε τρεμούλα και απερίγραπτο δέος. Γιατί πουθενά δεν υπήρχε έδαφος ούτε κάτω ούτε γύρω του ούτε και ψηλότερα, μονάχα ένα σωρός από αποκρουστικά και αναρίθμητα κρανία και θρύψαλα κρανίων και σκόνη από κόκαλα, με τα σκορπισμένα δόντια να τρεμοφέγγουν μέσα σ’ αυτό το ανακάτεμα, όπως τρεμοφέγγουν τα κοχύλια ανάμεσα στα φύκια που ξέβρασε η παλίρροια.
«Μη φοβάσαι, παιδί μου», ακούστηκε η φωνή του Μποτισάτβα. «Μονάχα η δύναμη της καρδιάς μπορεί να σε φέρει στον τόπο της αποκάλυψης».
Ο κόσμος πίσω τους είχε εξαφανιστεί. Δεν απόμεινε τίποτα παρά μόνο τα σύννεφα κάτω, ο ουρανός επάνω και ανάμεσά τους ο σωρός από τα κρανία, που απλωνόταν όσο έφτανε το μάτι κι ακόμα πιο πέρα.
Ο ήλιος ανηφόρισε μαζί με τους αναρριχητές, το φως του όμως δεν είχε ζεστασιά, αλλά τη διαπεραστική ψυχρότητα του σπαθιού. Και η φρίκη του ασύλληπτου ύψους, ο εφιάλτης του ασύλληπτου βάθους και ο τρόμος της σιωπής ολοένα αύξαιναν και βάραιναν πάνω στον προσκυνητή. Κράτησε το βήμα του κι έτσι όλη του η δύναμη μονομιάς τον εγκατέλειψε και βόγγηξε όπως κάποιος που κοιμάται και βλέπει όνειρο.
«Κάνε γρήγορα, παιδί μου», φώναξε ο Μποντισάτβα, «η μέρα κρατάει λίγο και η κορφή είναι πολύ μακριά».
Αλλά ο προσκυνητής έσκουξε:
«Φοβάμαι. Φοβάμαι απερίγραπτα! Η δύναμή μου με εγκατέλειψε».
«Η δύναμη θα ξαναγυρίσει, παιδί μου», απάντησε ο Μποντισάτβα. «Κοίταξε κάτω και πάνω και γύρω σου και πες μου τι βλέπεις».
«Δεν μπορώ», φώναξε ο προσκυνητής που είχε στηλώσει τα πόδια κι έτρεμε. «Δεν τολμάω να κοιτάξω κάτω. Μπροστά μου και ολόγυρά μου δεν υπάρχει τίποτα άλλο από νεκροκεφαλές».
«Κι ακόμα, παιδί μου», είπε ο Μποντισάτβα χαμογελώντας γλυκά, «κι ακόμα δεν έμαθες από τι είναι φτιαγμένο αυτό το βουνό;».
Ο άλλος ανατριχιάζοντας σύγκορμος επανέλαβε:
«Φοβάμαι! Φοβάμαι ανείπωτα! Δεν υπάρχει τίποτε άλλο από νεκροκεφαλές!»
«Είναι ένα βουνό από νεκροκεφαλές», αποκρίθηκε ο Μποντισάτβα. «Και μάθε, παιδί μου, ότι όλες είναι δικές σου. Καθεμιά τους υπήρξε κάποτε φωλιά των ονείρων, των ψευδαισθήσεων και των επιθυμιών σου. Ούτε μία από αυτές δεν είναι κάποιου άλλου. Όλες, χωρίς καμία εξαίρεση, είναι δικά σου κρανία από τα δισεκατομμύρια ζωές που έχεις ζήσει».

ΣτΜ: Οι μποντισάτβα είναι συμπονετικές υπάρξεις, που ηθελημένα δεν εισέρχονται στη νιρβάνα, για να προσφέρουν τη βοήθειά τους στην ανθρωπότητα, μέχρι να απαλλαγεί από τα δεινά της. 


© Μετάφραση: Τέτη Σώλου
All rights reserved

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου